είμαι το σήμα κινδύνου που η ύαινα αψηφά,
πέφτοντας πανω μου για να με κατασπαράξει΄
καθε φορά που γίνεσαι μία πελώρια αδιαφορία.
Δεν έχω μελλον- ένα φθαρμένο παρόν έχει θρονιαστεί μπροστά
στην πόρτα μου, μου φράζει το δρόμο-
"δεν υπαρχει ευκαιρία για σένα" , μου λεει,
"τέλειωσαν οι προσφορές".
Αλλα και τ' ακριβά πρόσωπα τα πήραν άλλοι,
με περίσσια θάρρους κι εξωστρέφειας,
θάρρους κυρίως.
Δεν έχω άλλη να ποθήσω. Δεν ξέρω που κοιτάζουν τα μαύρα
τετράγωνα μάτια σου.
Αυτή τη στιγμή, μία κατεδάφιση λαμβάνει χώρα,
κι εσύ δεν βλέπεις τίποτα, τίποτα δεν ακούς.
Η σκόνη μου στροβιλίζεται μακριά σου,
δεν ενοχλεί τους αδένες της ευτυχίας σου.
Δεν βλέπεις τίποτα, γιατί δεν υπάρχει τίποτα να δείς.
'Ενα σώμα περπατάει, μόλις που κοντοστέκεται για ν'αλλάξει βηματισμό
κι εγω παλεύω να το κρατήσω να μην πέσει και θρυμματιστεί.
Δεν βλέπεις τα νερα που παραφυλάνε
έξω απ΄την ηρεμία μου
και μόλις αποκοιμηθεί, μπουκαρουν με όλη τους την αλμύρα.
Δεν ακούς τα "μίλησέ μου", τα "πες κάτι",
που ψιθυριζω νοητά καθώς σε βλέπω- δεν τολμώ να φωνάξω- οι νεκροί δεν φωνάζουν,
περιμένουν μόνο ένα σπλαχνικό ή τρομαγμένο χέρι να τους στείλει κάτω.
Δεν σε κοιτάζω ακριβώς,
περνώ θαρρετά απο μπροστά σου
αλλα βαδίζει δίπλα μου ο φόβος,
κανει διασκελισμούς για να προλαβει το "γειά" που ετοιμάζεται να διασχίσει τα χείλη μου.
Μόλις βγάλει το κεφαλακι του σε χαιρετισμό, ο φόβος μπαίνει μπροστά του όλο φούρια
κι εγώ σε βλέπω μισή.
Μόνο η γωνία του ματιού μου ξεφεύγει
απ΄την αγκαλιά του και σκοτεινιάζει απ' την μαυροντυμένη όψη σου.
Δεν έχω όπλο να επιδείξω, μιάν ασπίδα.
Ολες βρίσκονται στην αποθήκη,
για σένα έγινα ρίψασπις.
Γιατί μ' αφήνεις να ματώνω έτσι πάντα;
τόσο αίμα...
Δεν έχω μνήμη- δεν έχω πρόχειρη καμιά απόρριψη
ν' αντιτάξω στη σκληρότητά σου.
'Ολα τα "όχι" σου βρίσκονται στο βυθό της θαλασσάς μου,
όταν βουτώ, τα βλέπω μα δεν τ'αγγίζω.
Βαρέθηκα να βουτώ για τα κοινόχρηστα "όχι " σου.
Αυτά όμως με χτυπάνε καθε μέρα, καθε μέρα.
Κι εγώ συνεχίζω να μένω εκεί, στα γόνατα.
'Εχω χτυπήσει, σαν πρώην βρέφος,
το τραύμα δεν επουλώνεται,
δεν το φροντίζω κι εγώ.
Μου δίνει αφορμη για να κλαίω,
να θυμαμαι πως το σαρκίο μου είναι παρόν.
Δεν θελω όμως να κλάψω. Θελω να σε δω
να βγάζεις από πανω μου τη μοναξιά,το φόβο
και τη στέρηση- μία, μία, ή όλες μαζί- αδιαφορο.
Να μ' αφήσεις μόνο το πάθος και τον ισόβιο αναπληρωτή του.
Αυτον που κρύφτηκε ανάμεσα στους τέσσερις τροχούς του "δεν" σου,
αυτον που βρίσκεται καρφωμένο στον μεσσαίο σταυρό του "όχι" σου.
'Ολη σου η άρνηση, πολεμάει χρονια τώρα
τη δικη μου επιμονή.
Δεν ξερω,δεν βλέπω ποιά νικάει.
Τρώω συνέχεια μεγαλες μπουκιές πόνου
και κοιτάζοντας συχνότερα το πιάτο μου,
παρά τη μάχη
θα χάσω σίγουρα την έκβαση.
(χάρισμα στον 2Σχ2, να προικίσει τον εγκλωβισμένο, στην εφιαλτική πόλη που έφτιαξε, ήρωά του για να θυμαται πως είναι άνθρωπος, ζωντανός...)
auburn Kate
(αν θελετε , πατήστε εδώ, όσο πατάει η γάτα, για να μη τρομαξετε την Psyche opening the door into Cupid's Garden- J.W.WATERHOUSE)
2 σχόλια:
Πραγματικα, πίστεψα ότι τα έγραφε ο Πέτρος. Θα μπορούσε δηλαδή. Μίγμα αποδοχής της σκληρής πραγματικότητας και απόγνωσης.
Ευχαριστώ πολύ! Αλήθεια!
@2σχ2: και είπε το ξωτικο:γλυκε μου μελλοντολόγε ήθελα μόνο να σου δείξω ότι και ένα ξωτικο ξερει απο συναίσθημα.Το συναίσθημα είχε πει ένας ποιητής του κόσμου σου, είναι ο ΄τονος, ο ρυθμος, το ύψοε και το βάθος του κόσμου.Αν μου λύσεις την απορία που ε΄χω θα σου κανω ένα δώρο:γιατί οι μη έχοντες όνειρα δεν μπορούν να ξυπνήσουν; αφου δνε έχουν τίποτα να τουςκρατάει ΄δέσμιους στον ύπνο τους.Το κακο είναι πως όταν ξυπνήσουν είναι αδειοι. Δώστους εσύ το συναίσθημα, πες του οτι δεν υπαρχει τίποτα καλύτερο από δύο κορμιά που αγκαλιάζονατι πυρπολημενα απο το παθος και το ν ε΄ρωτα.Ετσι ευειδή μου; παω να δω τα άλλα πλασματα του δασους τώρα.Σε φιλώ
Δημοσίευση σχολίου