Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Η άλλη άκρη της κλωστής

- Καλησπέραααααα!!!
- Μωρό μου, μού΄λειψες. 'Ηταν η κόλαση η ίδια όλη μέρα, μού' λειψες τόσο πολύ.Για πες μου, τι κάνεις;
- Καλά αγάπη, μιά χαρά, εσύ; Πως πάς;
(τον ακούει διαφορετικό αποψε. Σα να βαριέται να μιλήσει. Σα να το κάνει από μία αόριστη υποχρέωση. Σα να σκυλοβαριέται αλλα δεν πρέπει να της το δείξει.)
- Τι έχεις; Έχεις κατι;
-..... είσαι καλά; Δεν μου είπες.
-θα είμαι αν μου απαντήσεις αυτη τη γαμημένη ερώτηση. 'Εχεις κάτι βρε γλυκέ μου; Μαζί μου; Με άλλον; Με κανέναν; ( η φωνή της αρχίζει να παίρνει τη ανηφόρα. Το ξέρει. Επιτηδες τη αφήνει να κλιμακωθεί, να φτάσει τη καμπάνα που θα τον ξεκουφάνει. Νιώθει θύμα. Είναι θύμα, του έρωτά της γι αυτόν. Συνέχεια λέει στον εαυτο της να μην καταπιέζεται μαζί του, αλλά φοβάται τόσο μην τον τρομάξει, μην τον χάσει. Πως μας ξεφτιλίζει έτσι αυτος ο μικρός ξεβράκωτος ρε γαμώτο;
Γιατί , ανάγκη τον έχει; Ε, λοιπόν τώρα θα πάρει το αίμα της πίσω. Και δεν τη νοιαζει. θα το φτάσει μέχρι τ' άκρα. Αν τη θέλει όσο ισχυρίζεται , θα την διεκδικήσει. Για, να νιώσει κι αυτός τον κίνδυνο της απώλειας μιά φορά. Να δει τη γλύκα.)
- 'Αντε πάλι....
- Μίλα μου γαμώτο. Τι έχεις βρε μωρό μου; Δε θες να μου πείς; Καλά μη μου λες.
- Με κουράζεις όταν με ρωτάς συνέχεια τι έχω και τι έχω. Πολύ με κουράζεις. Αμάν πιά!
- Α ωραία! Ενδιαφέρομαι και μου τη λες κι από πάνω. Εντάξει ρε φίλε, αφού δε γουστάρεις δε σε ρωτάω.
( Πόσοι έχουν την πολυτέλεια να ξεστομίζουν τέτοιες προτάσεις χωρίς ν'αρχίσει ν' αναβοσβήνει στο μυαλό τους η φωτεινή επιγραφή: ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΥ ;)
-......(σιγή).
- Λοιπόν , εντάξει, κατάλαβα Χάρη. Αν θες να μιλήσουμε, το τηλέφωνο μου το έχεις. Εγώ δεν παρακαλάω, αρκετά παρακάλεσα.
- Είδες που γίνεσαι χαζή τώρα;
- Λοιπόν τώρα με διαόλισες! Τέλος. θα τα πούμε αργότερα γιατί διαφορετικά θα πω πράγματα που δεν πρέπει. Αυτη τη μαλακία είπες και ξενέρωσα.
( Εκείνος αρχίζει και θορυβείται. "βρε, βρε για κοιτα που η Δανάη αγρίεψε. Ρε τι μαλάκας που είμαι. Λες να θέλει να χωρίσουμε; Μπαααα. Αφου αυτη μ' αγαπάει. Λες;" )
- Ρε Δανάη, έλεος βρε μωρό μου. Σε παρακαλώ σταμάτα τις αηδίες.

- Αηδίες; Το ότι ρωτάω τον άνθρωπό μου αν είναι καλά, ειναι αηδία κατα τη γνώμη σου; Δηλαδή τί θα προτιμούσες; να σ' αρχίσω μονοτερμα με τα δικά μου και να μη σταματάω;

- Ξεκόλλα γαμώτο, βαριέμαι.

- Α μάλιστα! Ενταξει. 'Επρεπε να σε πιάσω με τα δικά μου για να μου πείς πάλι εκεινο το αμίμητο: " εσύ δε θες άνθρωπο απέναντί σου , αλλά τοίχο". Τότε θα ήμουν εγωίστρια, τώρα είμαι κουραστική και κολλημένη. Ε, χέσε με λοιπόν!!
( Του κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα. Δεν κάνει την αντανακλαστική κίνηση να ξαναπάρει. Σηκώνεται και κατευθύνεται προς το ψυγείο. Πρέπει επειγόντως να πιεί κάτι παγωμένο. Το ένα αυτι της όμως δεν τη ακολουθεί. 'Εχει μείνει δίπλα στο τηλέφωνο. Σιωπή. Αρχίζει κι ανησυχεί. "Ε, το καθαρμα, λες να θέλει να χωρίσουμε; Δηλαδή γιατι πρέπει πάντα εγώ ν' ανησυχώ; Γιατί Θεέ μου; Δώσε μου, αν υπάρχεις, την ευχαρίστηση ν' ανησυχήσει κι αυτός μήπως τον παρατήσω εγώ. Ας βασανιστεί απ΄την αμφιβολια. Γιατί συνεχεια εγώ στην επαιτεία;
Χτυπάει το τηλέφωνο. Το κινητό της αυτη τη φορά. " Ο Χαρης σας καλεί. Απάντηση;"
Ο αντίχειράς της βρίσκει αμέσως το δρόμο προς ττην αποδοχή της κλήσης, αλλά δεν ολοκληρώνει την απόπειρα. Κοιτάζει τη φωτογραφία του που εμφανιζεται στην οθόνη, κάθε φορά που της τηλεφωνει. Την κοιτάζει μ' ενα αγουροξυπνημένο, γλυκό βλέμμα παραίτησης. Τον είχε τραβήξει με τη κάμερα πριν 3 βδομάδες. Μόλις είχε ξυπνήσει, του εδωσε ένα χορταστικό φιλί και βάλθηκε ν'απαθανατίσει αυτη την έκφραση του ναυαγού που ξεβράστηκε στις όχθες της πραγματικοτητας. Είχε σταθει όρθια από πάνω του, τα πόδια της εκατέρωθεν του κορμιου του. Αυτός κοιτούσε μιά μελανιά στον αριστερο μηρό της. "μα τι μωβ έχεις εκεί;" προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν. 'Εβαλε το χέρι του κάτω απ΄το σβέρκο του για να ανασηκωθεί λιγο. 'Ηταν τόσο όμορφος. Μισόγυμνος, τα μαλλιά του χάιδευαν ατιμωρητί τη βάση του λαιμού του. Βρισκοταν εκει ανυπεράσπιστος και λαχταριστός στο κρεβάτι. Μετά θ' αναλάμβανε δράση και για τους δυό τους... Συνεχίζει να χτυπάει το ρημαδι. Δεν αντέχει κι απαντάει):
- Ναι;
- Θες να χωρίσουμε; Αυτό θες; Το ψιλογαζώνεις;
- 'Οχι, θελω να είμαστε καλά αγάπη μου και να μη με καταπιέζεις.
- Σε καταπιέζω;! Εγώ;!!
- Ναι ρε Χάρη. Με την ευθιξία σου. Με το να νομίζεις πως μόνο εσύ δικαιούσαι να προσβάλλεσαι και να ενοχλείσαι. Εγώ δηλαδή δεν έχω δικαίωμα στα νεύρα; Μήπως πρέπει να σου ζητήσουμε τη άδεια πρώτα; Τι θες δηλαδή; Μιά χαζοχαρούμενη αυλητριδα να σου παίρνει τσιμπούκια και να το βουλώνει; 'Ανθρωπος είμαι , όχι η παιδική σου χαρά. Ξύπνα!
- Α καλά, εντάξει... ( " τώρα μάλιστα" σκέφτεται εκείνος. "Εγώ θελω να φιλιωσουμε κι αυτή άρχισε τις φεμινιστικές παπαριές", γυναίκες, τσσσσ.)
- Οκ λοιπόν, χωριζουμε. Αφου το έθεσες ως ενδεχόμενο, πάρε τώρα μια βεβαιότητα για να κοιμηθείς ήσυχος.
- Καλά, είσαι για δέσιμο έτσι;
- 'Οχι αγάπη μου δεν είμαι για δέσιμο, για φτύσιμο είμαι που νομιζω πως θα μπορέσω ποτέ να είμαι και ευτυχισμενη και ο εαυτός μου.

( Κλείνει απότομα το τηλέφωνο. Πονάει ξαφνικά αφόρητα. Το δεξί της χέρι στάζει αίμα, ένα βαθύ αυλακι αναβλύζει στη χούφτα της. Εχει μουσκέψει το παντελόνι της. I told myself I won't miss you, but i still remember, what it feels like beside you...

Νιώθει τοσο αδύναμη. Το σώμα της κατρακυλάει αργά. Το ποτήρι παλεύει να μαζέψει τα κομμάτια του, ματαια. 'Εχει γίνει ένα με το χέρι της. Σειρά του να δροσιστεί...

Πέφτει. Δεν ξέρει πού. Δεν τη νοιάζει. Θα' θελε μόνο να είναι γαληνεμένη στην αγκαλιά του και να να της πει πως είναι καλά. Πως είναι καλά μαζί της. Μόνο αυτό. )



auburn Kate

( έχει στρεβλώσει απ΄την επιθυμία; GUSTAV KLIMT-Danae )