Δευτέρα 23 Απριλίου 2007

ΠΑΤΟΥΣΕΣ ΜΕ ΟΥΣΙΑ


Ε λοιπόν, εγώ δεν ξέρω πως βρέθηκα να κοιμάμαι αμέριμνος, σε λουλουδένιο καλάθι. Την τελευταία φορά που άνοιξα τα μάτια μου, ήταν για να χαζέψω, για πολλοστή φορά, το ασύλληπτο κενό που κρεμόταν κάτω απ΄τα πόδια μου. Μάλιστα, βρισκόμουν ξαπλωμένος, ως συνήθως, κοντά στο μεγάλο βράχο, απ΄όπου ο αφέντης μου απολάμβανε την ηρεμία της φύσης. Ξαφνικα, αφού μου χάιδεψε τη γούνα για καμιά ώρα και μ' άφησε να τεντωθώ καλά-καλά, μου ανακοίνωσε την απόφασή του: " Χαρίλαε, μου ήσουν εκπληκτικά αφοσιωμένος για πολύ καιρό, για την ακρίβεια από τότε που έφυγα οργισμένος από εκείνη την πληκτική πολίχνη με το μοναδικό αξιοθέατο.
Μου κρατησες συντροφιά, γιατί ακόμη κι εγώ έχω ανάγκη από συντροφιά. Μην ακούς τι λένε για τους επαναστάτες, ότι πορεύονται μόνοι μέσα στις λαοθάλασσες, και τα παρόμοια. Οι επαναστάτες μικρέ μου, είναι μεγαλειώδεις μέσα στη μοναξιά τους και μοναχικοί μέσα στο μεγαλείο τους.
Οταν αραιώνει το πληθος γύρω τους, και ψάχνουν να βρούν τη σκορπισμένη τους φωνή, να είσαι σίγουρος πως σε μία γωνίτσα μέσα τους, κάθεται ο ηδυπαθης εαυτός τους, με κλειστά μάτια κι αυτιά, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά και την ησυχία της ιδιωτίας. Είμαι σίγουρος πως κάποιος περιμένει να πέσω εξαντλημένος, για να κραυγάσει: " επιτέλους- νικήθηκε ο δαίμονας. Απαλλαχτήκαμε δια βίου από το Κακο."
Εγώ είμαι σίγουρος όμως, ότι αυτό το Κακό που παπαγαλίζουν οι μελλοντικοί σου γείτονες, δεν θα λείψει ποτέ από κοντά τους, ή από μέσα τους... όπως προτιμάς. Για να μην αναφέρω τα τρομερά ψεύδη που αραδιάζει ο κύριος απέναντι- οι επαναστατημένοι άγγελοι που εκδιώχτηκαν κακήν-κακώς από τον Παράδεισο, ο πύργος που έμεινε μισοχτισμένος, για να θυμίζει στους αλαζόνες το τρομερό τους σφάλμα, κι άλλες τέτοιες γελοιότητες. Ε λοιπόν μικρέ μου , προτιμώ να είμαι άρχων στην Κόλαση ( η οποία δεν είναι και τόσο ζεστή) παρά δούλος στον Παράδεισο ( ο οποίος δεν είναι και τόσο παραδεισένιος)."
Δεν τον κατανοούσα πλήρως τον αφέντη μου. Οση ώρα μιλούσε, άστραφτε και τα μάτια του πετούσαν απο βράχο σε βράχο σαν πεταλούδες. Αρχισε να μ' εκνευρίζει αλλά δεν αντέδρασα, γιατί τις δύο φορές που άφησα την οργή μου ελεύθερη, τις πλήρωσα με ριζική αλλαγή περιβάλλοντος.
Τότε που μπροστά στα μάτια του μοσχοαναθρεμένου γυιού του βασιλιά, όρμησα πάνω στην τροφαντή κίσσα που καθόταν αμέριμνη μπροστά μου- όχι θα την άφηνα. Νόμιζε η ηλίθια πως τα κάγκελα προστατεύουν. Αμ δε, τρελαίνουν τους παραβάτες, αυτό κάνουν. Ετσι κι εγώ αψήφησα τον μικρό βασιλιά, τη φανταχτερή του φορεσιά, και το σαδιστικό του ύφος και υλοποίησα την κρυφή μου επιθυμία, καταβρόχθισα το χαζόπουλο. Ε, μετά απ΄αυτό, όλος ο υπηρετικός στόλος του παλατιού με κυνηγούσε για να με τιμωρήσει παραδειγματικά. Αλλά εγώ πρόλαβα και βγήκα έξω απ΄το παλάτι. Φαίνεται όμως πως όλοι για τον βασιλιά και τον κακομαθημένο γιόκα του δούλευαν, γιατί με πάτησε ένα κάρο που μετέφερε κρασί, καθώς διέσχιζα τον δρόμο που χώριζε τους πλούσιους απ' τους φτωχούς. Μη ρωτάτε πως αντελήφθην το είδος του φορτίου, εμείς οι γάτες έχουμε πολλά προσόντα.
'Ημουν όμως ζωντανός...
Τη δεύτερη φορά, με μάζεψε μία κυρία στρουμπουλή με μακριά, ηλιόλουστα μαλλιά. Δεν είχα παράπονο κανένα, με φρόντιζε περισσότερο απ΄τους υποτελείς του προηγούμενου αφέντη μου, κάθε πρωί με χτένιζε με την ίδια αφοσίωση που χτένιζε την ξανθή της κόμη και με τάιζε με όλα τα εκλεκτά εδέσματα. 'Ηταν βλέπετε πλούσια, μορφωμένη και γλωσσομαθής. Με φώναζε με διαφορετικό χαϊδευτικό, ανάλογα με το πως είχε σηκωθεί η διάθεσή της, αλλά μου απαγόρευε να χώνω τη μουσούδα μου στα γλυκά.
Αααααχ. Αυτό ήταν το μικρό μου δράμα. 'Η μάλλον το μεγάλο, όσες και οι διαστάσεις του γλυκού που εμφανιζόταν τουλάχιστον μία φορά τη βδομάδα στο σπίτι.
Εκείνη την αποφράδα ημέρα, ένας μεγάλος ζωγράφος κατέφθασε πρωί-πρωί μ' ένα βαλιτσάκι ξύλινο κι έναν βοηθό που κουβαλούσε ασθμαίνοντας τελάρα και καβαλέτο. Αφού συνομίλησε για αρκετή ώρα με την κυρία μου, θαύμασε την ομορφιά της, χούφτωσε τη γούνα μου και τσιμπησε και λίγο γλυκό, αποφάσισε να ξεκινήσει " το πέρασμα στην αιωνιότητα ".
Η κυρία μου ήθελε σώνει και καλά να με κρατάει στην αγκαλιά της ενώ πόζαρε. Εγώ επίσης, ήθελα διακαώς να βρεθώ δίπλα στο κατάμαυρο γλυκό που στρογγυλοκαθόταν σε μία πιατέλα πάνω στο μεγάλο τραπέζι. 'Ηταν τόσο ορεκτικό. Η μαγείρισσά μας, το είχε κόψει σε φαρδιά κομμάτια και το είχε στολίσει με λευκή σαντιγύ και μούρα. Κανένα κομμάτι δεν έμεινε παραπονεμένο, όλα φορούσαν το μικρό τους στέμα από μούρα. Εγώ δυσανασχετούσα, κι άρχισα να γουργουρίζω έντονα, μήπως και καταλάβει η κυρία μου και μ' απιθώσει κάτω. Τίποτα, απύρετη. Συνέχεια μ' έσφιγγε κι έλεγε στον ζωγράφο, πως με μένα στα χέρια της ο χρόνος της αναμονής θα βαρεθεί και θα φύγει γρήγορα.
Εγώ προσπάθησα να παραδειγματιστώ απ' τον λεγάμενο με τα σγουρά αυτιά που ήταν καρφωμένος πάνω απ΄τον καναπέ, αλλά δεν μπορούσα. Συνέχεια έβλεπα το πανωκόρμι του να σκοτεινιάζει απ΄το λαχταριστό γλυκό. Τελικά, όπως ίσως μαντεύετε, μ' 'επιασαν τα διαόλια μου, κι αφού στόλισα το χέρι της κυρίας με μίά ωραιότατη γρατζουνιά, πάλι κατά πως το συνήθιζα, πήδηξα εμπρος και προσγειώθηκα πάνω στο τραπέζι. Μάλλον όμως δεν υπολόγισα σωστά την απόσταση, γιατί το μόνο που κατόρθωσα ήταν να γεμίσω την ουρά μου σαντιγύ, την οποία προσπάθησα να γλείψω, αλλά μ' εμπόδιζαν οι τρίχες. 'Ηταν απ΄τις λίγες φορές που με αηδίασε ο εαυτός μου.
Ο ζωγράφος άρχισε να χειρονομεί κρατώντας τα πινέλα του, φωνάζοντας στον βοηθό του να τσακιστεί να με πιάσει, για να μ' απιθώσει πάλι στην αγκαλιά της κυρίας. Εγώ, ήμουν ήδη πολύ φουρκισμένος εξαιτίας της ατυχούς συνάντησής μου με το γλυκό, ώστε αφέθηκα στα χέρια του ατζαμή. Η κυρία μου χάρηκε που με ξαναείδε. Αυτό το θεώρησα ένδειξη ηλιθιότητας εκ μέρους της και πολύ συγχύστηκα. Δηλαδή, αν της έβγαζα τα μάτια θα με προσκυνούσε;
Τέλος πάντων, στρώθηκα, υποδυόμενος το κορόιδο, στο φόρεμά της, κι έτσι η κυρία πέρασε επιτέλους στην αιωνιότητα. Ειχα πάρει όμως την απόφασή μου..

Είμαι σίγουρος, πως κάποιοι από σας που τηρείτε πιστά τη συμβουλή ενός ευτραφούς παραμυθά, έχετε εκπλαγεί απ΄τις περιπέτειές μου. ΜΑ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΜΙΛΑΕΙ Ο ΓΑΤΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΦΕΡΕΙ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ;
Ηρεμήστε- πολύ καλά κανετε και αναρωτιέστε. Αυτό σημαίνει πως με πιστεύετε, ή τουλάχιστον προτίθεστε να με πιστέψετε. Εύγε. Σας συγχαίρω για την ευπιστία σας. Νομίζω λοιπόν πως πρέπει να συστηθώ.
Ονομάζομαι Χαρίλαος, εσχάτως, πιό πριν δεν είχα όνομα, ή για να είμαι ειλικρινής, δεν γνώριζα πως είχα όνομα. Ο μεγάλος μου αφέντης, αυτός που έδειξε τη γροθιά του στο δήμαρχο πάνω στο γεφύρι, μ' ευεργέτησε με δέκα ζωές , ναι, καλα καταλάβατε, και ήδη οι δύο εξ αυτών αναλώθηκαν στην ισπανική αυλή και στη γαλλική μητρόπολη. Επίσης ο αφέντης μου , ως ον οξυδερκές και τολμηρό, αποφάσισε να μ' απαλλάξει απ' την παρουσία του δια παντός, είπε, και να με στείλει στον Αγύριστο. Αυτό ομολογώ ότι δεν το πολυκατάλαβα,αλλά απ΄τη στιγμή που πάτησα στα μέρη σας, έχω δεί καμιά δεκαριά σαν και του λόγου σας να φυτεύονται βαθιά στο χώμα, αλλά να μη τους ποτίζει κανείς.Υποθέτω αυτό είναι ο Αγύριστος...
Ξέχασα επίσης να σας πω, ότι είμαι πολύ άσπρος, πολύ όμορφος και υποφέρω από διαβήτη. Ο αφέντης μου, πριν με ξεφορτωθεί, φρόντισε να ικανοποιήσει τη μεγαλύτερή μου επιθυμία, αυτή που ούσκωνε σαν διάφανο μπαλόνι με τις απαγορεύσεις της γαλλοτραφούς κυρίας μου. Εφαγα τόσα γλυκά, όσα δεν θα φάτε ποτέ στο βίο σας, γιατί αν τα φάτε, θα ερωτοτροπείτε καθε μέρα με κάτι πολύ αιχμηρό, σαν το κεντρί της σφίγγας.
Τέλος πάντων- δε θελω να σας τρομάξω, ώρα που είναι. Εγώ για να μην τα πολυλογώ, εκτός άπ΄το πάχος μου και δύο μεγάλους μαύρους λεκέδες γύρω από τ' αυτιά μου, άλλο τίποτα δεν έχω.
Η τωρινή μου κυρία με οναμάζει "παρ'ολίγο Ζορό", και πολύ χαίρομαι. Δεν έχουμε καλογνωριστεί ακόμη, αλλά αυτό δεν μ' εμποδίζει να εκτιμώ τα εύστοχα σχόλια και το νέο μου καταφύγιο, με μάτια και αυτιά.
Α, να μην το ξεχάσω. Ο μεγαλος μου αφέντης, με προίκισε επίσης με συνείδηση, σπάνιο δώρο για εμάς τα τετράποδα.
Ελπίζω ότι μετά απ΄αυτή τη σοκαριστική αφήγηση, δεν πεταχτήκατε έντρομοι απ΄τη θεση σας. Ακόμη δεν είδατε τίποτα. Ούτ' εγώ άλλωστε. Λετε ότι έχουμε μία αίσθηση παραπάνω από εσάς- ορθόν.
Αυτή λοιπόν η κυρία παραπανίσια, μου ψιθυρίζει πως εδώ που ήρθα θα περάσω καλά. Πράγματι, τις τελευταίες ώρες το κεφάλι μου γυρίζει σαν κουβαρίστρα, αλλά ένα απαλό χέρι με χαιδέυει και μου ψιθυρίζει γλυκόλογα. Μόλις γλύτωσα , μου λέει, από τέσσερις ρόδες. Θα γίνω λοιπόν καλοπερασάκιας. Τέρμα τ' ανεξέλεγκτα άλματα στα τραπέζια, τέρμα οι επιδρομές σε πλουμιστές πιατέλες και φτερωτά όντα. Ηρεμία. 'Αλλωστε, έχω βαρύνει πολύ κι ο διαβήτης μου με απειλεί με τύφλωση. ΑΥΤΟΣ είναι ο πραγματικός αφέντης μου, πιστέψτε με. Ομως η κυρία μου είναι ζωντανή και δεν έχει στιγμή ησυχία. Θελω να της συμπαρασταθώ, τί διάβολο; ( νά' τος πάλι), γάτος είμαι, όχι κινούμενος τάφος.
Είναι δυνατόν να περάσει η βδομάδα χωρίς ν' ακονίσω τα νύχια μου;


auburn Kate


(εικόνα: FRANCISCO de GOYA y LUCIENTES- Don Manuel Osorio Manrique de Zuniga, πηγή: http://www.wga.hu/)